- ωσμοθεραπεία
- η, Νιατρ. (παλ. όρος) είδος θεραπείας βασιζόμενης στο φαινόμενο τής ώσμωσης και εκτελούμενης με ενδοφλέβιες ενέσεις υπέρτονων ή υπότονων διαλυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. osmotherapie (< ὠσμός «ώθηση» + θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.